σανδύκιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
τό, = sq.1.1 or 3, σαντοικίου (sic) A καὶ ψιμυθίου PLips.102 ii 2 (iv A.D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α σάνδυξ, -υκος]
1. λαμπερό ερυθρό χρώμα
2. είδος αλοιφής.