σκόρδιον
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
τό, A garlic germander, Teucrium Scordium, Dsc.3.111, Gal.12.125. 2 σ. μέγα, = σίνηπι ἄγριον, Ps.-Dsc.2.154. [ῑ, Androm. ap.Gal.14.39.]
German (Pape)
[Seite 904] τό, eine Pflanze mit Knoblauchsgeruch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρδιον: τό, φυτόν τι ἔχον τὴν ὀσμὴν σκορόδου, Διοσκ. 3125, Ὀρειβ. 196 Mai [ῑ, Ἀνδρομ. (127) παρὰ Γαλην. 4.429].