συαγριόμορφος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ον, A like a wild boar, prob. in Orph.A.979.
Greek Monolingual
-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].
Greek Monolingual
-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].