συναποφύω

From LSJ
Revision as of 23:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποφύω Medium diacritics: συναποφύω Low diacritics: συναποφύω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΦΥΩ
Transliteration A: synapophýō Transliteration B: synapophyō Transliteration C: synapofyo Beta Code: sunapofu/w

English (LSJ)

   A cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.

Greek Monolingual

Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].