συναιγλία
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.