σχηματουργία
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ἡ, A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).
Greek Monolingual
ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.