ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: τέτραρχος | Medium diacritics: τέτραρχος | Low diacritics: τέτραρχος | Capitals: ΤΕΤΡΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: tétrarchos | Transliteration B: tetrarchos | Transliteration C: tetrarchos | Beta Code: te/trarxos |
ὁ, A = τετράρχης (q.v.).
τέτραρχος: ὁ, = τετράρχης, Πλούτ. 2. 768D.
ὁ, Α
ο τετράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αρχος].
τέτραρχος: ὁ Plut. = τετράρχης.