ταλαπαθής
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ές, A = τληπαθής, Suid.
German (Pape)
[Seite 1065] ές, = τληπαθής, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰπαθής: -ές, (*τλάω) = τληπαθής, ταλαίπωρος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. ταλαιπαθής.