τερψιεπής

From LSJ
Revision as of 08:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψῐεπής Medium diacritics: τερψιεπής Low diacritics: τερψιεπής Capitals: ΤΕΡΨΙΕΠΗΣ
Transliteration A: terpsiepḗs Transliteration B: terpsiepēs Transliteration C: terpsiepis Beta Code: teryieph/s

English (LSJ)

ές,    A of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξι-επής].