φόσσατον
From LSJ
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
English (LSJ)
τό, = Lat. A fossatum, boundary, CIG5187b9 (Ptolemais in Cyrenalca, Edict. Anastasii), IGRom.3.1175 (Syria), Suid. s.v. σέδετον, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
φόσσατον: ἢ φοσσᾶτον, τό, = τῷ Λατ. fossatum, ὄρυγμα, τάφρος ὅριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5187b. 9, Ζωναρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. σέδετον (ἔνθα φωσσάτον). 2) στρατόπεδον, Ἰω. Χρυσ. ΧΙ, 174F, Μαυρίκ. 12, 22, Χρον. Πασχ. 725, Μαλαλ. 30, κλπ. 3) = στρατός, Θεοφάν. 603. 16, Στεφ. Διάκ. 1129, 1148, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ., 437. 6., 453, 16, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
βλ. φουσάτο.