ἀνέμφαντος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A not expressive or indicative, ὕβρεως κτλ. Plu.2.45c; πλήθους Procl. in Prm.p.639S.
Greek Monolingual
ἀνέμφαντος, -ον (Α) εμφαίνω
αυτός που δεν εμφαίνει, δεν δηλώνει κάτι.
Full diacritics: ἀνέμφαντος | Medium diacritics: ἀνέμφαντος | Low diacritics: ανέμφαντος | Capitals: ΑΝΕΜΦΑΝΤΟΣ |
Transliteration A: anémphantos | Transliteration B: anemphantos | Transliteration C: anemfantos | Beta Code: a)ne/mfantos |
ον, A not expressive or indicative, ὕβρεως κτλ. Plu.2.45c; πλήθους Procl. in Prm.p.639S.
ἀνέμφαντος, -ον (Α) εμφαίνω
αυτός που δεν εμφαίνει, δεν δηλώνει κάτι.