ἀνέμπληστος

From LSJ
Revision as of 12:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληστος Medium diacritics: ἀνέμπληστος Low diacritics: ανέμπληστος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anémplēstos Transliteration B: anemplēstos Transliteration C: anemplistos Beta Code: a)ne/mplhstos

English (LSJ)

ον,    A of which one cannot have one's fill, θέαμα v.l. in Them.Or.2.40b.

German (Pape)

[Seite 223] θέαμα Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) εμπίμπλημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος
2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι
αρχ.
φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.