ἀντίτευχος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
(gend. uncertain), name of a A throw at dice, Eub.57.3.
German (Pape)
[Seite 262] ὁ (Gegner), ein Wurf mit Würfeln, Eubul. bei Poll. 7, 205.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτευχος: (γένους ἀβεβαίου) «ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ὀνομάτων βολῆς (βόλου) κύβου» Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. (Πολυδ. Ζ΄, 205).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ contraataque n. de una tirada de dados, Eub.57.3 (cj.).