ἀπόπτολις
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A v. ἀπόπολις.
German (Pape)
[Seite 320] = ἀπόπολις, Soph. O. R. 1000 O. C. 208.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπτολις: ὁ, ἡ, γεν. -ιδος, ποιητ. ἀντὶ ἀπόπολις, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
c. ἀπόπολις.
Spanish (DGE)
v. ἀπόπολις.
Greek Monotonic
ἀπόπτολις: ποιητ. αντί ἀπόπολις.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπτολις: adj. Soph. = ἀπόπολις.