ἀρκτύλος
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
ὁ, A bear's cub, Poll.5.15; cf. ἄρκιλος, ἄρκυλλος.
German (Pape)
[Seite 354] ὁ, ein junger Bär, Poll. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτύλος: ὁ, νεογνὸν ἄρκτου, «καλεῖται τὰ τῶν ἄρκτων ἔκγονα ἀρκτύλοι» Πολυδ. Ε΄, 15.
Spanish (DGE)
v. ἄρκηλος.