ἐκτεκμαίρομαι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
aor. I part. Pass. ἐκτεκμαρθείς, A to be made out by guessing, Orac. ap. Eus.PE5.23.
German (Pape)
[Seite 780] verstärktes simplex, Or. bei Euseb. pr. ev. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεκμαίρομαι: παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.
Spanish (DGE)
indicar, disponer, asignar en v. pas. τὸ δ' ἐκτεκμαρθὲν lo que está fijado (por el destino), Orác. en Oenom.15.5.