ἐμφοιτάω
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
A invade: metaph., κόλλυβός τις ἐμπεφοίτηκεν εἰς [τὴν ἀγοράν] OGI515.50 (Mylasa).
German (Pape)
[Seite 820] hineingehen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφοιτάω: εἰσβάλλω, ἐπέρχομαι, ὁ Ρωμαίων στρατηγὸς ἐπὶ τῇ Ἀρζανητῇ χώρᾳ οἷά τι λαῖλαψ... ἐνεφοίτησε Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 2, 7, σ. 39D.
Spanish (DGE)
penetrar, introducirse en c. dat. πῶς ... πνεῦμα θεῖον δύναται ἐμφοιτῆσαι τῇ αἰσθήσει; Pall.Gent.Ind.2.45, c. εἰς: κόλλυβός τις ἐνπεφοίτηκεν εἰς τὴν ἀγοράν IMylasa 605.50 (III d.C.).