ἐπίστενος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
ον, A contracted, Arist.HA514b23 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 984] etwas eng, Arist. H. A. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστενος: -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.
Greek Monolingual
ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπίστενος: (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.