ἐπίθυμον
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
τό, A a parasitic plant growing on thyme, Cuscuta Epithymum, Dsc.4.177, Gal.6.414, 11.875, Artem.1.77.
German (Pape)
[Seite 944] τό, eine auf dem θύμος wachsende Schmarotzerpflanze, Diosc., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθῠμον: τό, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐπὶ τοῦ θύμου, Cuscuta Epithymis, Διοσκ. 4. 176 (179). Κατὰ τὸν Sibthorp κοινῶς καλεῖται «τῆς ἀλεποῦς τὸ μετάξι».
Greek Monolingual
το (Α ἐπίθυμον)
βοτ.
1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι της αλεπούς, λύκος
στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος
2. γένος φυτών της οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμον «θυμάρι»].