ἐττημένος
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. διαττάω), A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.
Greek Monolingual
ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].
Frisk Etymological English
See also: s. διαττάω.
Frisk Etymology German
ἐττημένος: {ettēménos}
Meaning: gesiebt
See also: s. διαττάω.
Page 1,584