ὑπονοητέον
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A one must suppose, Chrysipp. ap. Gal.5.435, Str.16.4.27, Ph.1.581.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ ὑπονοῶ, δεῖ ὑπονοεῖν, Στράβ. 784, Φίλων 1. 581. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τοπαστέον· ὑποληπτέον, ὑπονοητέον».