πρωτόπαλος

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπᾱλος Medium diacritics: πρωτόπαλος Low diacritics: πρωτόπαλος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: prōtópalos Transliteration B: prōtopalos Transliteration C: protopalos Beta Code: prwto/palos

English (LSJ)

ὁ,    A a member of the πρῶτος πᾶλος (v. πᾶλος ΙΙ), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπᾰλος: ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ μονομάχος, Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ ἴσως τὸ πρωτόπαλος πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μονομάχος που του έλαχε σε κλήρο να αγωνισθεί πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πάλος «κλήρος»].