χελιδονιαῖος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
α, ον, A = χελιδόνιος ΙΙ, ὄνος Sammelb.6001.5 (ii A. D.); ἰχθῦς PLond.1.130.104 (i/ii A. D., horoscope); ἱ[ππάδα] PThead.4.6 (iv A. D.); = badius, Gloss.; αἱ χελιδονιαῖαι ἀσπίδες prob. for χελιδοναῖαι in Aët. 13.22.
Greek Monolingual
και χελιδωνιαῑος, -αία, -ον, Α
1. όμοιος με χελιδόνι
2. φρ. «χελιδονιαῑος ἰχθῡς» — το χελιδονόψαρο πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος].