Κυδωνιάτης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, A inhabitant of Cydonia in Crete, Plb.4.55.4, Str.10.4.12, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠδωνιάτης: ᾱ, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Κυδωνίας τῆς Κρήτης, Πολύβ. 4. 55, 4, Στράβ. 479, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
Κῠδωνιάτης: дор. Κῠδωνιάτας, ου ὁ житель Кидонии Anth.