άμιππος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.