άσκαφος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].