αγιαστούρα

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.