αγραμματοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά
2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη -οσύνη].