αμορφωσιά

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η αμόρφωτος
το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια
2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά.