αγουρογεννώ
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
(-άω) αγουρόγεννος
γεννώ πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρόγεννος.
ΠΑΡ. αγουρογέννητος].