αγωνοθεσία
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η (Α ἀγωνοθεσία)
θέσπιση αγώνων και εποπτεία της διεξαγωγής τους
αρχ.
το αξίωμα και το έργο του αγωνοθέτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωνοθέτης.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός].