αδελφομαχία

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

η
1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων
2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -μαχία < -μάχος < μάχομαι.