αδιάφθαρτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)
ο αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].
-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)
ο αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].