Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(I)(-άω)(Α αἱματῶ) αἷμαδιψώ για αίμα.(II)αἱματῶ (-όω) (Α)1. αιματώνω, βρέχω με αίμα2. σφάζω, φονεύω3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις.