αιματώ

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

(I)
(-άω)
(Α αἱματῶ) αἷμα
διψώ για αίμα.
(II)
αἱματῶ (-όω) (Α)
1. αιματώνω, βρέχω με αίμα
2. σφάζω, φονεύω
3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις.