εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].