Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακούσιος

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκούσιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός
2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος
3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἑκούσιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσία, ἀκουσιάζομαι.