ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
ἁλισμάραγος, -ον (Α)βροντερός σαν θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].