ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἀλέξανδρος, -ον (Α)1. αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες2. (το θηλυκό) ως επίθετο της Ήρας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω «υπερασπίζω» + -ἀνδρὸς < ἀνήρ.