αλτάνα

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source

Greek Monolingual

και αλιτάνα και αρτάνα, η
1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά
2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη
3. γλάστρα με λουλούδια
4. στον πληθ. οι αλτάνες
είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. altana «εξώστης».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτανεύω, αλτανιάζω].