αλυτρωτισμός
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
ο
πολιτική, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση υπόδουλων ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλύτρωτος + παραγ. κατάλ. -ισμός
απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου irredentismo].