αλμυρόπικρος

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

και αρμυρόπικρος -η, -ο
αυτός που έχει γεύση αλμυρή και πικρή μαζί, ο πικράλμυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλμυρός + πικρός.