αλμυρόπικρος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

και αρμυρόπικρος -η, -ο
αυτός που έχει γεύση αλμυρή και πικρή μαζί, ο πικράλμυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλμυρός + πικρός.