αμφιπίπτω

From LSJ
Revision as of 23:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ἀμφιπίπτω (και ποιητ. -πίτνω) (Α)
1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά
2. ασπάζομαι, χαιρετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + πίπτω.