αμπελίτης
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
ο (Πετρογρ.)
μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση της οργανικής ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμπελος + κατάλ. -ίτης, πρβλ. αγγλ. ampelite].