δεσμοφυλάκειον
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A prison, ib.2.100 (iii A.D.).
Greek Monolingual
δεσμοφυλάκειον, το (Α)
το δεσμωτήριο, η φυλακή.