διάνιψις
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
εως, ἡ, (διανίζω) A ablution, Hp.Hum.1; cf. διάνηψις.
Greek (Liddell-Scott)
διάνιψις: -εως, ἡ, (διανίζω) ἀπόνιψις, ἀπόπλυσις, ἀποκαθάρισις, Ἱππ. 47. 19, κτλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. ablución, lavado τοῖσι βοθρίοισι δ. en las ulceraciones oculares, Hp.Liqu.6, cf. Hum.1
•purgación τῶν ἄλλων χυμῶν Aret.CD 2.2.4, cf. Aët.11.1 (p.87).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάνιψις -εως, ἡ [διανίζω] reiniging.