διαρριπίζω

From LSJ
Revision as of 00:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρῑπίζω Medium diacritics: διαρριπίζω Low diacritics: διαρριπίζω Capitals: ΔΙΑΡΡΙΠΙΖΩ
Transliteration A: diarripízō Transliteration B: diarripizō Transliteration C: diarripizo Beta Code: diarripi/zw

English (LSJ)

A blow away, disperse, Hld.3.7: metaph. in Pass., Id.9.14. II expose to draughts, Hp.Ep.16 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρρῑπίζω: φυσῶ μακράν, διασκορπίζω· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. διευριπίζω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 soplar de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.de Ex.15.37.
2 en v. med., fig. extenderse μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.
II tr. ventilar, refrescar ὁ πνεύμων ... τὸ ἔνδον ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.Hex.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.V.Thecl.12.50
en v. pas., de pers. ser refrescado con aire, ser abanicado θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.H.Ar.12.2
tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.

Greek Monolingual

διαρριπίζω (AM)
1. σκορπίζω με φύσημα
2. εκθέτω σε ρεύματα αέρα.