δουριβαρής
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
κάματος burden A of a heavy spear, Wien.Stud. 25.3 (Crete).
Spanish (DGE)
(δουρῐβᾰρής) -ές
de pesada lanza δ. κάματος el esfuerzo de (llevar) una lanza pesada, ICr.2.23.22.2 (Polirrenia I a.C.).