θεραπαινίς
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = θεράπαινα, Pl.Lg.808a, Men. 142, Parth.10.2.
German (Pape)
[Seite 1199] ίδος, ἡ, dasselbe, Plat. Legg. VII, 808 a.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπαινίς: -ίδος, ἡ, = θεράπαινα, Πλάτ. Νόμ. 808A, Μένανδ. Ἑαυτ. 3.
Greek Monotonic
θερᾰπαινίς: -ίδος, ἡ, = θεράπαινα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπαινίς: ίδος ἡ Plat., Men. = θεράπαινα.
Middle Liddell
θερᾰπαινίς, ίδος = θεράπαινα, Plat.]